- ἐγγόμφωσις
- ἐγγόμφ-ωσις, εως, ἡ,A fixing in of teeth, Gal.12.851.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἐγγόμφωσις — fixing in of teeth fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εγγόμφωση — η (AM ἐγγόμφωσις) προσαρμογή τών δοντιών στα φατνία … Dictionary of Greek
ἐγγομφώσεως — ἐγγομφώσεω̆ς , ἐγγόμφωσις fixing in of teeth fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)